- μεταστροφή
- η (ΑΜ μεταστροφή) [μεταστρέφω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεταστρέφω, η στροφή προς άλλη κατεύθυνση («μεταστροφῆς ἀπὸ γενέσεως ἐπ' ἀλήθειάν τε καὶ οὐσίαν», Πλάτ.)νεοελλ.1. ναυτ. α) (για πλοία που πλέουν σε νηοπομπή) αλλαγή πλεύσης κατά 180°, έτσι ώστε το πρώτο πλοίο να βρεθεί τελευταίο και το τελευταίο πρώτοβ) επαναχειρισμός προς αναστροφή ανάπρωρα, δηλ. επανάληψη χειρισμού ύστερα από χειρισμό που αστόχησε2. μτφ. αλλαγή φρονήματος, πεποίθησης ή γνώμης («η μεταστροφή του στον μαρξισμό ήταν για μένα έκπληξη»)3. (κατ' επέκτ.) μετάνοιααρχ.μεταβολή τών γεγονότων («ήν μεταστροφὴ παρὰ κυρίου», ΠΔ).
Dictionary of Greek. 2013.